- ὄρχων
- ὄρχοςa row of vinesmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀρχῶν — ὀρχέω dance pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύναμμα — το, ΝΜΑ [συνάπτω] σύνδεσμος, δεσμός, κόμπος («εἰ μέλλειν ἰσχυρῶς ὥσπερ σύναμμα ἰσχυρὸν συνδεῑν», Αριστοτ.) νεοελλ. ναυτ. 1. συνένωση, ένωση δύο σχοινιών με τα άκρα τους 2. πρόχειρο δέσιμο δύο ρυμάτων με δύο απλές κρεμάθρες, κν. μάτισμα με… … Dictionary of Greek